ξενέρωτος

ξενέρωτος
-η, -ο [ξενερώνω]
1. ξεμέθυστος, νηφάλιος
2. αυτός που έχει χάσει τα νερά του, που βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον
3. ανιαρός, πληκτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξενέρωτος — η, ο 1. αυτός που συνήλθε από το μεθύσι, ο ξεμέθυστος, ο νηφάλιος: Σπάνια ήταν ξενέρωτος. 2. (ειρωνικά), ο βαρετός, ο χωρίς ενδιαφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”